- τροφοφόρος
- τροφοφόρ-ος (parox.), ον,A nourishing, Eust.773.50, 1401.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροφοφόρος — ον, Μ αυτός που παράγει τροφή («τῆς... τροφοφόρου δρυός». Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή + φόρος*] … Dictionary of Greek
τροφοφόρου — τροφόφορος nourishing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)